- συνηθισμένος
- 1) abhorrer2) banal
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
συνηθισμένος — η, ο, Ν βλ. συνηθίζω … Dictionary of Greek
συνηθίζω — ΝΜA κάνω κάτι από συνήθεια, εθίζω τον εαυτό μου σε κάτι νεοελλ. 1. προσαρμόζομαι σε μια κατάσταση, εξοικειώνομαι («από μικρός συνήθισε το πρωϊνό ξύπνημα») 2. αποκτώ εμπειρία ή δεξιότητα σε κάτι («συνήθισε πια στο σκάψιμο») 3. αποκτώ ορισμένη… … Dictionary of Greek
συνηθίζω — συνηθίζω, συνήθισα, συνηθισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: συνηθίζω : η μτχ. συνηθισμένος χρησιμοποιείται ορισμένες φορές στην περίφραση είμαι συνηθισμένος (με την έννοια → έχω συνηθίσει να κάνω κάτι κτλ.) και συχνά ως επίθετο με τις έννοιες →… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνηθίζω — συνήθισα, συνηθισμένος 1. αμτβ., έχω τη συνήθεια: Συνηθίζει να διαβάζει κάτι πριν κοιμηθεί. 2. προσαρμόζομαι σε κάποια κατάσταση: Συνήθισε στη μελέτη. 3. μτβ., εξοικειώνομαι με κάτι: Συνήθισε το πιοτό και δεν μπορεί να το κόψει. 4. παθ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έθω — ἔθω (Α) 1. είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να... («κακὰ πόλλ ἔρδεσκεν ἔθων» διέπραττε πολλά κακά, κατά τη συνήθεια του) 2. (παρακμ. και υπερσ.) φρ. «ὡς εἰῶθε», «ὥσπερ εἰώθει»* όπως συνηθίζεται 3. (μτχ. παρακμ. αρσ.) ο συνήθης, ο συνηθισμένος… … Dictionary of Greek
δεκαπεντασύλλαβος — Στίχος που έχει δεκαπέντε συλλαβές. Ο πιο συνηθισμένος του είδους είναι ο ιαμβικός δ. Ονομάζεται και πολιτικός στίχος. Η ονομασία αυτή δόθηκε από τους αρχαιολάτρες βυζαντινούς λογίους και έχει απαξιωτική σημασία, επειδή πολιτικό θεωρούσαν καθετί… … Dictionary of Greek
εθάς — ἐθάς, ο, η (AM) [έθος] 1. οικείος, φίλος 2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) συνηθισμένος αρχ. συνηθισμένος σε κάτι … Dictionary of Greek
ηθάς — ἠθάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) [ήθος] 1. (με γεν. και σπαν. με δοτ.) ο συνηθισμένος σε ένα πράγμα, γνώστης, εξοικειωμένος με κάτι («ἠθάς εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων», Σοφ.) 2. (απολ.) συνήθης, οικείος («τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι... εὐπιθέστεροι», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
συνήθης — σύνηθες, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνήθης, ξύνηθες, Α (για πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται κατά συνήθεια, συνηθισμένος νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει, που παρατηρείται κατά κανόνα («η συνήθης θερμοκρασία αυτής τής εποχής») 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
χειροήθης — όηθες, Α 1. (για ζώο) συνηθισμένος στα χέρια κάποιου, εκείνος τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να μεταχειριστεί, ήμερος (α. «πολλὰ τῶν ἀγρίων ζῴων δαμαζόμενα γίνονται χειροήθη», Διόδ. Σικ. β. «ἐκ πάντων δὲ ἕνα ἑκάτεροι τρέφουσι κροκόδειλον,… … Dictionary of Greek
γοβιοί — (gobius).Γένος ψαριών της οικογένειας των γοβιιδών, που περιλαμβάνει πάνω από 200 είδη, τα οποία υπάρχουν άφθονα στις ακτές και στους ποταμούς της Μεσογείου και κυρίως στις τροπικές περιοχές. Δεν πρέπει ωστόσο να γίνεται σύγχυση του γένους γ.… … Dictionary of Greek